- Μαλαίος
- ο, θηλ. Μαλαίααυτός που κατάγεται από τη Μαλαϊκή Χερσόνησο και τα νησιά τής Μαλαισίας ή ο κάτοικος αυτών τών περιοχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλαϊκός — ή, ό [Μαλαίος] 1. αυτός που αναφέρεται στους Μαλαίους ή στη Μαλαισία («Μαλαϊκή Χερσόνησος») 2. το θηλ. ως ουσ. η Μαλαϊκή γλώσσα τής ινδονησιακής ομάδας, η περισσότερο γνωστή και διαδεδομένη γεωγραφικά, αλλ. Μαλαισιακή … Dictionary of Greek
mel-8, melǝ- : mlō- — mel 8, melǝ : mlō English meaning: to appear, come up Deutsche Übersetzung: “hervorkommen, erscheinen, hochkommen; Erhöhung, Wölbung” Material: Perhaps O.Ind. maṇi “ pearl “, maṇika m. “(round) Wassertopf”; Gk. μολεῖν “go, come” … Proto-Indo-European etymological dictionary